γωνιογνώμονας

γωνιογνώμονας
ο
όργανο μέτρησης γωνιών, γωνιόμετρο, μοιρογνωμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γωνία + γνώμων (-ονος). Η λ. γωνιογνώμων μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • γωνιογνωμόνιο — το ο γωνιογνώμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γωνία + γνώμων ( ονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”